κεραμιδής
Смотреть что такое "κεραμιδής" в других словарях:
κεραμιδής — ιά, ι [κεραμίδι] αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού … Dictionary of Greek
κεραμιδής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα κεραμιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού, κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελάγ χρους] … Dictionary of Greek
μπρικ — το άκλ. 1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός 2. ως επίθ. κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek